ομοιομέρεια

ομοιομέρεια
η (Α ὁμοιομέρεια) [ομοιομερής]
1. το να αποτελείται κάτι από όμοια μέρη με κάτι άλλο ή το να έχει όλα τα μέρη του όμοια μεταξύ τους
2. στον πληθ. αἱ ὁμοιομέρειαι
(ως φιλοσοφ. όρος τού Αναξαγόρα) τα αρχέγονα στοιχεία τής ύλης τα οποία είναι όμοια μεταξύ τους και όμοια επίσης με όλα τα συστατικά τους
αρχ.
στον πληθ. ουσίες που αποτελούνται από όμοια μέρη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὁμοιομερείᾳ — ὁμοιομερείᾱͅ , ὁμοιομέρεια a having like parts fem dat sg (attic doric aeolic) ὁμοιομερείᾱͅ , ὁμοιομερεία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοιομέρεια — a having like parts fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοιομερείας — ὁμοιομερείᾱς , ὁμοιομέρεια a having like parts fem acc pl ὁμοιομερείᾱς , ὁμοιομέρεια a having like parts fem gen sg (attic doric aeolic) ὁμοιομερείᾱς , ὁμοιομερεία fem acc pl ὁμοιομερείᾱς , ὁμοιομερεία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοιομερειῶν — ὁμοιομέρεια a having like parts fem gen pl ὁμοιομερεία fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοιομερείαις — ὁμοιομέρεια a having like parts fem dat pl ὁμοιομερεία fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοιομέρειαι — ὁμοιομέρεια a having like parts fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοιομέρειαν — ὁμοιομέρεια a having like parts fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ГОМЕОМЕРИЯ —         (греч. , от подобный и часть), термин др. греч. философии. «Гомеомеричными», или «подобочастными», Аристотель называл качественно однородные вещества, у которых любые части подобны по своим свойствам друг другу и целому. В аристотелевской …   Философская энциклопедия

  • Homeomería — Una homeomería (en griego antiguo: ὁμοιομέρεια) es toda parte elemental igual al conjunto que con otras partes conforma, en donde el todo compuesto por las partes es similar a las partes más elementales e indivisibles de la materia. Origen del… …   Wikipedia Español

  • ГОМЕОМЕРИЯ —     ГОМЕОМЕРИЯ (ὁμοιομέρεια, от ὅμοιος, подобный, и μέρος, часть), мн. ч. гомеомерии, «подобочастные», допустимы толкования: «то, часть чего подобна целому» и «то, части чего подобны друг другу».     Анаксагор. В перипатетической доксографии и… …   Античная философия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”